- τυροκομία
- η, Ν1. η τέχνη τής παρασκευής τυριού2. ο αντίστοιχος κλάδος τής βιομηχανίας τροφίμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυροκομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυροκομία — η η τέχνη της παρασκευής τυριού και η εκμετάλλευσή του ως εμπορεύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek
κοινάτο — το συνεταιρισμός κτηνοτρόφων για τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κατάλ. άτο, πρβλ. συνδικ άτο, ρηγ άτο] … Dictionary of Greek
κοινάτορας — ο ο κτηνοτρόφος που είναι μέλος ενός κοινάτου, αυτός που συμμετέχει σε συνεταιρισμό κτηνοτρόφων για τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινάτο + κατάλ. τορας (< αρχ. τωρ), πρβλ. βιγλά τορας, μαγαζά τορας] … Dictionary of Greek
τυροκομικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυροκομία ή στον τυροκόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τυροκόμος — ο, η, Ν ειδικός που ασχολείται με την τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
τυροποιία — η, Ν [τυροποιός] τυροκομία … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
Αράχοβα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 960 μ., 3.703 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Α. είναι χτισμένη στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού σε ωραία θέση, κοντά στους Δελφούς. Είναι… … Dictionary of Greek